- ἀνυπόστατος
- ἀνυπόστατοςnot to be withstoodmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανυπόστατος — η, ο (Α ἀνυπόστατος, ον) αυτός που δεν έχει υπόσταση, ο αβάσιμος, ο αστήριχτος αρχ. μσν. 1. εκείνος που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από κανέναν, ο ακαταγώνιστος («ἀνυπόστατος δύναμις», Πλάτων «ἀνυπόστατος ἀνάγκη», Ξενοφών «τὸ ὕδωρ τὸ… … Dictionary of Greek
ανυπόστατος — η, ο επίρρ. α ανύπαρκτος, αβάσιμος: Οι φήμες για επικείμενο πραξικόπημα αποδείχτηκαν ανυπόστατες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνυποστάτως — ἀνυπόστατος not to be withstood adverbial ἀνυπόστατος not to be withstood masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπόστατον — ἀνυπόστατος not to be withstood masc/fem acc sg ἀνυπόστατος not to be withstood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποστάτοις — ἀνυπόστατος not to be withstood masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποστάτου — ἀνυπόστατος not to be withstood masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποστάτους — ἀνυπόστατος not to be withstood masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποστάτων — ἀνυπόστατος not to be withstood masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποστάτῳ — ἀνυπόστατος not to be withstood masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπόστατα — ἀνυπόστατος not to be withstood neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)